- Ἀριστοφάνους
- Ἀριστοφάνηςmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Moralia — Plutarch Lucius Mestrius Plutarchus Μέστριος Πλούταρχος Bust of Plutarch located at the Archaeological Museum of Delphi. Born Circa 46 CE Chaeronea, Boeotia D … Wikipedia
Œuvres morales — Les Œuvres morales ou Moralia (en grec ancien Ἠθικὰ / Ethikà, en latin Moralia) sont un ensemble éclectique de textes grecs de Plutarque (Ier IIe siècle). Ils traitent de différents sujets qui peuvent être d’ordre religieux ou éthique,… … Wikipédia en Français
Moralia (Obras morales y de costumbres) — Diálogo Sobre la música de Plutarco, 1735. Moralia (en griego antiguo Ἠθικά Ethikà) son los restos supervivientes de la obra de Plutarco recopilados bajo dicho título latino (también traducidos como Obras morales y de costumbres). Dicho… … Wikipedia Español
Моралии (Плутарх) — Моралии (Ἠθικά или «Moralia») общее название, под которым известны философско публицистические сочинения древнегреческого писателя Плутарха. Вопрос подлинности тех или иных сочинений долго обсуждался в науке, но ещё не получил окончательного… … Википедия
Πρασσοφάγος — ὁ, Α (κωμ. προσωνυμία στη Βατραχομυομαχία τού Αριστοφάνους) αυτός που τρώει πράσα, πρασοφαγάς … Dictionary of Greek
Σευτλαίος — ό, Α [σεῡτλον] ονομασία ενός βατράχου στην κωμωδία τού Αριστοφάνους Βάτραχοι … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
πρασσαίος — ὁ, Α 1. (ως κωμ. χαρακτηρισμός) αυτός που είναι πράσινος όπως το πράσο 2. ως κύριο όν. ὁ Πρασσαῑος προσωνυμία βατράχου στο έργο Βατραχομυομαχία τού Αριστοφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κατάλ. αῑος με εκφραστικό διπλασιασμό τού σ ] … Dictionary of Greek